- κατέχω
- (AM κατέχω)1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων»)2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.)3. είμαι γνώστης, γνωρίζω καλά (α. «κατέχει την τέχνη του» β. «τῶν ἐπιστημῶν μὴ πάνυ κατέχη», Αριστοτ.)4. μτφ. (για καλές ή κακές καταστάσεις ή περιστάσεις) κυριεύω κάποιον, κρατώ κάποιον σε κάτι ωφέλιμο ή δυσάρεστο (α. «τόν κατέχει μεγάλη λύπη για τον θάνατο τού πατέρα του» β. «κατέχεται από έμμονες ιδέες» γ. «μεγάλαι κατέχουσι τύχαι γένος ὀρνίθων διὰ τόνδε τὸν ἄνδρα», Αριστοφ.)5. επισύρω, απασχολώ την προσοχή κάποιου (α. «τόν κατέχει περιέργεια» β. «φήμης ἀθρόας κατεχούσης τὸ Ἑλληνικόν», Φιλόστρ.)6. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ (α. «κατέχεις τί σού λέω;» β. «οὐ κατέχω τὶ βούλει φράζειν», Πλάτ.)7. συγκρατώ στη μνήμη μου, θυμάμαι (α. «δεν κατέχεις τίποτα από όσα σού είπα χθές;» β. «καὶ τοῡτο κατασχεῑν το στοιχεῑον», Επίκ.)νεοελλ.1. υπηρετώ, βρίσκομαι σε κάποια θέση (α. «ο θείος του κατείχε το αξίωμα τού πρωθυπουργού επί τέσσερα χρόνια» β. «το φρούριο κατέχει οχυρή θέση»)2. θεωρώ, πιστεύω («δεν τό κατέχεις φυσικό στον άνθρωπο είντα γίνη, πάντα να λέγει το κακό και το καλό ν' αφήνει», Ερωτόκρ.)νεοελλ.-μσν.(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) κατεχόμενος ή κατεχάμενος, -ένη, -οέμπειροςμσν.1. (σχετικά με πόνους) αντέχω, υπομένω2. κρατώ σε ορισμένη θέση3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι, αποδέχομαι4. έχω τη δυνατότητα, μπορώ5. μέσ. κατέχομαια) σταματώ κάποιον, εμποδίζωβ) (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) ολοκληρωτικόςμσν.-αρχ.1. κρατώ κάποιον κοντά μου («κατέχων ἐνιαυτὸν [τοὺς μνηστῆρας]», Ηρόδ.)2. συλλαμβάνω3. (για τη γη ή τον τάφο) περιέχω, περικαλύπτω, σκεπάζω («τοὺς δ' ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. κρατώ κάτι γερά («κατακρῆθεν δὲ καλύπτρειν... χείρεσσι κατέσχεθε», Ησιόδ.)2. εμποδίζω, αναχαιτίζω, συγκρατώ (α. «κατέχειν τὴν διάνοιαν οὐκ ἐδύνατο», Θουκ.β. «γλῶσσα κατείχετο», Ιπποκρ.)3. κρατώ πίσω, κατακρατώ («μὴ μ' ὁ γέρων ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκω», Ομ. Οδ.)4. προσκολλώμαι5. κρατώ κάποιον «δεμένο» με μαγικά μέσα, σε κατάδεσμο* («Μανῆν καταδῶ καὶ κατέχω»)6. κατοικώ, διαμένω (α. «κατέχεις Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν», Σοφ. β. «ὁ Ἀσκληπιὸς σὺν τῷ πατρὶ Ἀπόλλωνι καθέξει τὸ τοῡ Ἀβώνου τεῑχος», Λουκιαν.)7. (για ήχο) απλώνομαι σε όλη την έκταση, πληρώ, γεμίζω (α. «ἀλλ' ἀγρίαις κατεῑχ' ἀεὶ πᾱν στρατόπεδον δυσφημίαις», Σοφ.β. «οἶκος μὲν πᾱς Ἁρπάγου κλαυθμῷ κατείχετο», Ηρόδ.)8. εξακολουθώ να ζω με κάποιο τρόπο («πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕτω βιοτὰν κατέσχεν», Σοφ.)9. ξαπλώνομαι, καλύπτω κάποιο τόπο, εκτείνομαι σε έκταση («ἡμέρα πᾱσαν κατέσχε γαῑαν», Αισχύλ.)10. καταλαμβάνω, κυριεύω ως κατακτητής («τὴν ἀκρόπολιν μέλλων... κατασχήσειν», Ηρόδ.)11. πετυχαίνω, κατορθώνω («ἂ μὴ μέλλη κατασχήσειν τὴν πρᾱξιν», Αριστοτ.)12. (για ηθοποιό) κρατώ σε αναμονή, κάνω το ακροατήριο να περιμένει («ἠγανάκτει καὶ κατεῑχε τὸ θέατρον», Πλούτ.)13. (για ποιητές) θέλγω, συγκρατώ με την ποίηση («οἱ ποιηταὶ μέτροις κατᾴδουσι καὶ μύθοις κατέχουσι», Λουκιαν.)14. πιέζω, ωθώ («καὶ ἰσχυρὰν τὴν φυγὴν τοῑς πολεμίοις [ἰσχυρῶς] κατέχων ἐποίει», Ξεν.)15. φέρνω πλοίο στην ξηρά («ἠρόμην αὐτὸν ὅπου τὴν ναῡν οἴεται κατασχήσειν», Πλούτ.)16. προσορμίζομαι, αράζω προσωρινά, πιάνω σε ένα μέρος («ἐκ τῆς Κρήτης ἀποπλέων εἰς Δῆλον κατέσχε», Πλούτ.)17. είμαι κύριος τού εαυτού μου, συγκρατώ τον εαυτό μου («κἀγὼ βαρυνθείς... μόλις κατέσχον», Σοφ.)18. (για τον άνεμο) σταματώ, παύω, κοπάζω («ἐν ὅσῳ σοβαρὰ θεόθεν κατέχει... μετάτροπος αὔρα», Αριστοφ.)19. (για ταξιδιώτες) σταματώ σε κάποιο μέρος για ανάπαυση («καὶ κατασχὼν εἰς τὴν Γαλάτιν», Πολ.)20. υπερισχύω, επικρατώ («περὶ αὐτῶν... λόγου κατεσχηκότος» — γι' αυτά έχει επικρατήσει η διάδοση, Θουκ.)21. επικρατώ, νικώ («νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν», Αριστοτ.)22. φέρω εις πέρας τον σκοπό μου23. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ για τον εαυτό μου, κατακρατώ, σφετερίζομαι («κρατήσας μεγάλων χρημάτων... παρεὸν κατασχέσθαι οὐκ ἠθέλησε», Ηρόδ.)24. μέσ. κατέχομαια) περιέχομαι, περιλαμβάνομαι («καὶ βουνώδεις πλείους οἰκίας ὑπολαμβάνουσι κατέχεσθαι τῶν ἐπιπέδων», Πολ.)β) καλύπτω, σκεπάζω («κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα», Ομ. Οδ.)25. παθ. α) είμαι από υποχρέωση δεσμευμένος («ὁρκίοισι γὰρ μεγάλοισι κατείχοντο», Ηρόδ.)β) βρίσκομαι σε έκσταση («ἔνθεοι ὄντες καὶ κατεχόμενοι», Πλάτ.)26. φρ. (για νερό) «κατέχω θήκην» — κείμαι, είμαι θαμμένος («θήκας Ἰλιάδος γᾱς... κατέχουσιν», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.